σύνεγγυς

σύνεγγυς
ΝΑ
επίρρ. τοπ. πολύ κοντά
νεοελλ.
φρ. «εκ τού σύνεγγυς» — από πολύ κοντά
αρχ.
1. χρον. πολύ σύντομα
2. ως επίθ. όμοιος («σύνεγγυς δὲ κατὰ τὴν ἁφήν ἐστι τοῑς ὀστοῑς», Αριστοτ.)
3. (με ουδ. αρθρ. ως ουσ.) τὸ σύνεγγυς
η εγγύτητα
4. φρ. «τὰ σύννεγυς πράγματα» — τα τοπικά συμφέροντα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + ἐγγύς «κοντά»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • σύνεγγυς — near indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξύνεγγυς — σύνεγγυς , σύνεγγυς near indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Macedonia naming dispute — Macedonia (region)     Macedonia (Greece)    …   Wikipedia

  • CAULONIA — apud Soli. c. 2. Notum est, a Philocteta Petiliam constitutam Caudoniam et Terinam a Crotoniensibus, etc. et Marcianum Heracleotam, Ε῎χεται δὲ τούτων πρῶτα μὲν Καυλωνία, Ε᾿κ τȏυ Κρότωνος ἥτις ἐχ᾿ ἀποιχίαν. Α᾿πὸ τȏυ συνεγγὺς κειμέννου τε τῇ πόλει… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • κύπρος — I Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Μεσογείου. Βρίσκεται Δ της Συρίας και Ν της Τουρκίας.Η Κ. είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου και ανήκει γεωγραφικά μεν στη Μικρά Ασία, πολιτικά όμως στην Ευρώπη. Ο πληθυσμός της είναι 80% Ελληνοκύπριοι …   Dictionary of Greek

  • μνήμων — ον (ΑΜ μνήμων, ον, Α δωρ. τ. μνάμων) 1. αυτός που θυμάται κάποιον ή κάτι ή αυτός που σκέπτεται κάποιον ή κάτι («κακών τε μνήμονες, σεμναὶ καὶ δυσπαρήγοροι βροτοῑς», Αισχύλ.) 2. αυτός που θυμάται εύκολα, αυτός που έχει πολύ καλή μνήμη, αυτός που… …   Dictionary of Greek

  • συν- — και με τις μορφές συ , συγ , συμ , συλ και συρ , ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στην πρόθεση σύν*. Η πρόθεση σύν εν συνθέσει, πριν από τα χειλικά σύμφωνα β, μ, π, φ, ψ, τρέπει το ν σε μ (πρβλ. συμ βάλλω …   Dictionary of Greek

  • σχέδην — ΝΜΑ επίρρ. νεοελλ. (λόγιος τ.) ναυτ. (παράγγελμα σχετικά με συρόμενο σχοινί) ήρεμα μσν. αρχ. από πολύ κοντά, εκ τού σύνεγγυς αρχ. σιγά σιγά («σχέδην εἰς τὰ ἱερὰ διελαύνειν», Ξεν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σχ τής μηδενισμένης βαθμίδας τού ρ. ἔχω (πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • σχεδόθεν — Α επίρρ. 1. (με τοπ. σημ.) α) από κοντά, εκ τού σύνεγγυς β) (συν. χρησιμοποιείται αντί τού σχεδόν) πλησίον, κοντά 2. (με χρον. σημ.) ευθύς, αμέσως. [ΕΤΥΜΟΛ. < σχεδόν + επιρρμ. κατάλ. θεν (πρβλ. εγγύ θεν)] …   Dictionary of Greek

  • ՄԵՐՁ — ( ) NBH 2 0255 Chronological Sequence: Early classical, 5c, 8c, 10c, 11c, 12c նխ.մ. πλησίον, ἑγγύς, ἕγγιον, σύνεγγυς prope, proxime, juxta ἑγγύτερον propius. եւ բայիւ ἑγγίζω, συνεγγίζω appropinquo πάρεστι adest. Մօտ. հուպ. առընթեր. ներկայ. մօտը,… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”